- μαλλιοτράβηγμα
- τό1) трёпка (за волосы); 2) (чаще πλ. ) ссора, грызня; дрязги; 3) (чаще πλ. ) неурядицы, неприятности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλλιοτράβηγμα — το καβγάς, τσακωμός, έντονος διαπληκτισμός: Σταμάτησαν να μιλάνε μετά το μαλλιοτράβηγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών … Dictionary of Greek
μαλλοτράβηγμα — το βλ. μαλλιοτράβηγμα … Dictionary of Greek
σουρομάλλιασμα — το, Ν [σουρομαλλιάζω] το μαλλιοτράβηγμα … Dictionary of Greek